- ξαναπουλώ
- (Μ ξαναπουλῶ, -άω)1. πουλώ ξανά2. μεταπωλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπωλώ — (Α ἀναπωλῶ, έω) πουλώ εκ νέου, ξαναπουλώ … Dictionary of Greek
μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek